- ψυδρεύς
- ψυδρεύς, έως, ὁ, name of a month at Corcyra, IG9(1).682 (iv B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ψυδρεύς — έως, ὁ, Α ονομασία μήνα στην Κέρκυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυδρός* + επίθημα εύς (πρβλ. Λην εύς)] … Dictionary of Greek